Requiem
Alkinoos Ioannidis Lyrics


Jump to: Overall Meaning ↴  Line by Line Meaning ↴

Πως το 'φεραν ο Χρόνος κι ο Καιρός
σε τραγουδιάρα Χώρα μοναχός
καλογεράκος γκρίζος, σκονισμένος ψαλμός
αποδεκατισμένος, κρυφός, κλεισμένος, σιωπηλός

Κλείνεις καλά το σπίτι σου
γεμίζεις το ποτήρι σου
βαφτίζεις το κλειδί σου Φυλακή
ό,τι σ' ελευθερώνει, σε κλειδώνει
κι ό,τι σε φανερώνει είναι που δεν το διάλεξες εσύ

Είσαι άλλος ένας μέσα στους πολλούς
δωμάτιο σ' ένα σπίτι από καπνούς
κι είσαι μια τυφλωμένη καπνοδόχος
κι ο κουρασμένος ξενοδόχος
του άφραγκού σου εαυτού

Κλείνεις το παραθύρι σου
και σπάζεις για χατήρι σου
τη Λέξη που αγαπούσες πιο πολύ
ό,τι δε σε σκοτώνει σε χρεώνει
κι ό,τι σε ξεπληρώνει είναι η αφεντιά σου η μισή.

Μια μέρα θα βγω από το σπίτι και θα έχουν φύγει όλοι
παντού ερημιά, όλα παρατημένα ανοικτά
ένα ξυπνητήρι θα χτυπά και κανείς δε θα το κλείνει

Ήρθε το Τέλος του Κόσμου
Μπήκαν σε κάτι τεράστια ιπτάμενα κλουβιά
και φύγαν να γλιτώσουν
όσους δεν χώρεσαν τους σκότωσαν
κι έμεινα μόνος.

Μα πως δεν το έμαθα;
Το είπε το ραδιόφωνο, το είχα κλείσει
Το είπε η τηλεόραση, την είχα σπάσει
Το είπαν οι αρμόδιοι, δεν ψήφισα
Κι έμεινα εδώ.

Θα βάλω τα καλά μου
Θα ανέβω στο λόφο
να δω το τελευταίο ηλιοβασίλεμα
θα θυμηθώ ένα παραμύθι
κάπου μακριά οι άνθρωποι
θα νομίζουν πως είναι ακόμα ζωντανοί;

θα ξημερώσει ο Πόνος και θα δεις
το Φως της Σταυρωμένης Κυριακής
θα ‘ναι το Σύννεφο άδειο δίχως λόγια σταματημένα τα ρολόγια
θα ακούν τον χτύπο της βροχής

Κλείνεις καλά τ' αυτιά σου
και στ' αγέννητα παιδιά σου λες
τα όνειρα που δεν πρόλαβες να δεις




Ό,τι κι αν σε γλιτώνει, δε σε σώνει
σε γατζώνει στην αγχόνη της κρυμμένης σου ζωής

Overall Meaning

The lyrics to "Requiem" by Alkinoos Ioannidis are a reflection on the passage of time, the individual's role in society, and the inevitable end of both. The first verse contemplates how time and circumstance bring a singer to a land where he is alone, a grey-robed monk, and his song is subdued and silenced. The second verse talks about the personal choices one makes in life, how they can seem like freedom but can ultimately become prisons. The third verse speaks of being lost among many others, with no sense of direction or purpose, and the feeling of being trapped in a meaningless existence. The final verse speaks of the end of the world, and how the singer will be left alone as the world disappears around him. The lyrics are melancholic and contemplative, expressing a sense of resignation and fatalism.


Line by Line Meaning

Πως το 'φεραν ο Χρόνος κι ο Καιρός
How did Time and Fate bring me to this solitary, gray country singer, a monk's dusty chant, ravaged, hidden and silent?


καλογεράκος γκρίζος, σκονισμένος ψαλμός
He's like an old monk, gray and covered in dust, singing chants that are ancient and forgotten


αποδεκατισμένος, κρυφός, κλεισμένος, σιωπηλός
He's marginalized, secreted and locked away, rendered voiceless


Κλείνεις καλά το σπίτι σου
You lock up your home securely


γεμίζεις το ποτήρι σου
You fill up your glass


βαφτίζεις το κλειδί σου Φυλακή
You baptize your key as your prison


ό,τι σ' ελευθερώνει, σε κλειδώνει
What sets you free, also locks you in


κι ό,τι σε φανερώνει είναι που δεν το διάλεξες εσύ
And what reveals you is not your own choice


Είσαι άλλος ένας μέσα στους πολλούς
You are just another person among many


δωμάτιο σ' ένα σπίτι από καπνούς
You are a room in a house made of smoke


κι είσαι μια τυφλωμένη καπνοδόχος
You are a blinded chimney sweep


κι ο κουρασμένος ξενοδόχος
And the weary innkeeper


του άφραγκού σου εαυτού
Of your impoverished self


Κλείνεις το παραθύρι σου
You close your window


και σπάζεις για χατήρι σου
And you break things out of spite


τη Λέξη που αγαπούσες πιο πολύ
That word you loved the most


ό,τι δε σε σκοτώνει σε χρεώνει
What doesn't kill you, burdens you


κι ό,τι σε ξεπληρώνει είναι η αφεντιά σου η μισή.
And what pays you back is only half your power


Μια μέρα θα βγω από το σπίτι και θα έχουν φύγει όλοι
One day, I will leave my house and everyone will be gone


παντού ερημιά, όλα παρατημένα ανοικτά
Everywhere is deserted, everything abandoned and open


ένα ξυπνητήρι θα χτυπά και κανείς δε θα το κλείνει
An alarm clock will ring, but no one will turn it off


Ήρθε το Τέλος του Κόσμου
The end of the world has come


Μπήκαν σε κάτι τεράστια ιπτάμενα κλουβιά
They entered huge flying cages


και φύγαν να γλιτώσουν
And they left to escape


όσους δεν χώρεσαν τους σκότωσαν
They killed those who could not fit


κι έμεινα μόνος.
And I was left alone


Μα πως δεν το έμαθα;
But how did I not learn?


Το είπε το ραδιόφωνο, το είχα κλείσει
The radio said it, but I had turned it off


Το είπε η τηλεόραση, την είχα σπάσει
The television said it, but I had broken it


Το είπαν οι αρμόδιοι, δεν ψήφισα
The authorities said it, but I didn't vote


Κι έμεινα εδώ.
And I stayed here


Θα βάλω τα καλά μου
I will put on my best clothes


Θα ανέβω στο λόφο
I will climb up the hill


να δω το τελευταίο ηλιοβασίλεμα
To watch the last sunset


θα θυμηθώ ένα παραμύθι
And I will remember a fairytale


κάπου μακριά οι άνθρωποι
Somewhere, people will exist


θα νομίζουν πως είναι ακόμα ζωντανοί;
And they will think they are still alive?


θα ξημερώσει ο Πόνος και θα δεις
Pain will dawn upon you and you will see


το Φως της Σταυρωμένης Κυριακής
The light of the Holy Cross Sunday


θα ‘ναι το Σύννεφο άδειο δίχως λόγια σταματημένα τα ρολόγια
The cloud will be empty with no words, clock stopped


θα ακούν τον χτύπο της βροχής
The sound of rain will be heard


Κλείνεις καλά τ' αυτιά σου
You close your ears tightly


και στ' αγέννητα παιδιά σου λες
And to your unborn children, you say


τα όνειρα που δεν πρόλαβες να δεις
All the dreams you never got to see


Ό,τι κι αν σε γλιτώνει, δε σε σώνει
Whatever saves you, does not rescue you


σε γατζώνει στην αγχόνη της κρυμμένης σου ζωής
It hooks you onto the anvil of your secret life




Contributed by Samantha H. Suggest a correction in the comments below.
To comment on or correct specific content, highlight it

Genre not found
Artist not found
Album not found
Song not found
Comments from YouTube:

@lucassands3038

Πως το 'φεραν ο χρόνος κι ο καιρός
σε τραγουδιάρα χώρα μοναχός
καλογεράκος γκρίζος, σκονισμένος ψαλμός
αποδεκατισμένος, κρυφός, κλεισμένος, σιωπηλός.
Κλείνεις καλά το σπίτι σου
γεμίζεις το ποτήρι σου
βαφτίζεις το κλειδί σου φυλακή
ό, τι σ' ελευθερώνει, σε κλειδώνει
κι ό, τι σε φανερώνει είναι που δεν το διάλεξες εσύ.
Είσαι άλλος ένας μέσα στους πολλούς
δωμάτιο σ' ένα σπίτι από καπνούς
κι είσαι μια τυφλωμένη καπνοδόχος
κι ο κουρασμένος ξενοδόχος
του άφραγκού σου εαυτού.
Κλείνεις το παραθύρι σου
και σπάζεις για χατήρι σου
τη λέξη που αγαπούσες πιο πολύ
ό, τι δε σε σκοτώνει σε χρεώνει
κι ό, τι σε ξεπληρώνει είναι η αφεντιά σου η μισή.
Μια μέρα θα βγω από το σπίτι και θα έχουν φύγει όλοι
παντού ερημιά, όλα παρατημένα ανοικτά
ένα ξυπνητήρι θα χτυπά και κανείς δε θα το κλείνει.
Ήρθε το τέλος του κόσμου
Μπήκαν σε κάτι τεράστια ιπτάμενα κλουβιά
και φύγαν να γλιτώσουν
όσους δε χώρεσαν τους σκότωσαν
κι έμεινα μόνος.
Μα πως δεν το έμαθα;
Το είπε το ραδιόφωνο, το είχα κλείσει
Το είπε η τηλεόραση, την είχα σπάσει
Το είπαν οι αρμόδιοι, δεν ψήφισα
Κι έμεινα εδώ.
Θα βάλω τα καλά μου
Θα ανέβω στο λόφο
να δω το τελευταίο ηλιοβασίλεμα
θα θυμηθώ ένα παραμύθι
κάπου μακριά οι άνθρωποι
θα νομίζουν πως είναι ακόμα ζωντανοί;
θα ξημερώσει ο πόνος και θα δεις
το φως της σταυρωμένης Κυριακής
θα 'ναι το σύννεφο άδειο δίχως λόγια σταματημένα τα ρολόγια
θα ακούν τον χτύπο της βροχής
Κλείνεις καλά τ' αυτιά σου
και στ' αγέννητα παιδιά σου λες
τα όνειρα που δεν πρόλαβες να δεις
Ό, τι κι αν σε γλιτώνει, δε σε σώνει
σε γατζώνει στην αγχόνη της κρυμμένης σου ζωής